Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
View word page
καρπάσινος
made of κάρπασος

ShortDef

made of κάρπασος

Debugging

Headword:
καρπάσινος
Headword (normalized):
καρπάσινος
Headword (normalized/stripped):
καρπασινος
IDX:
45133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45134
Key:

Data

{'content': 'made of κάρπασος'}