Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
View word page
καρπάλιμος
swift

ShortDef

swift

Debugging

Headword:
καρπάλιμος
Headword (normalized):
καρπάλιμος
Headword (normalized/stripped):
καρπαλιμος
IDX:
45132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45133
Key:

Data

{'content': 'swift'}