Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
View word page
καροῦχα
carruca, carriage
ShortDef
carruca, carriage
Debugging
Headword:
καροῦχα
Headword (normalized):
καροῦχα
Headword (normalized/stripped):
καρουχα
IDX:
45127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45128
Key:
Data
{'content': 'carruca, carriage'}