Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
View word page
κάρος
heavy sleep, torpor

ShortDef

Carus
heavy sleep, torpor

Debugging

Headword:
κάρος
Headword (normalized):
κάρος
Headword (normalized/stripped):
καρος
IDX:
45124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45125
Key:

Data

{'content': 'heavy sleep, torpor'}