Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
View word page
Κάρος
Carus

ShortDef

Carus
heavy sleep, torpor

Debugging

Headword:
Κάρος
Headword (normalized):
κάρος
Headword (normalized/stripped):
καρος
IDX:
45123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45124
Key:

Data

{'content': 'Carus'}