Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
View word page
Καρόκερκος
Head and Tail

ShortDef

Head and Tail

Debugging

Headword:
Καρόκερκος
Headword (normalized):
καρόκερκος
Headword (normalized/stripped):
καροκερκος
IDX:
45122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45123
Key:

Data

{'content': 'Head and Tail'}