Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
View word page
κάρνος
ram

ShortDef

ram

Debugging

Headword:
κάρνος
Headword (normalized):
κάρνος
Headword (normalized/stripped):
καρνος
IDX:
45120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45121
Key:

Data

{'content': 'ram'}