Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
View word page
κάρνον
Gallic horn
ShortDef
Gallic horn
Debugging
Headword:
κάρνον
Headword (normalized):
κάρνον
Headword (normalized/stripped):
καρνον
IDX:
45119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45120
Key:
Data
{'content': 'Gallic horn'}