Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
καροῦχα
View word page
Κάρνειος
(adj) epithet of Apollo, protector of the flock; (n) a month name

ShortDef

(adj) epithet of Apollo, protector of the flock; (n) a month name

Debugging

Headword:
Κάρνειος
Headword (normalized):
κάρνειος
Headword (normalized/stripped):
καρνειος
IDX:
45117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45118
Key:

Data

{'content': '(adj) epithet of Apollo, protector of the flock; (n) a month name'}