Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
καρός
Κάρουρα
View word page
Καρνειάσιον
grove sacred to Apollo Carneus

ShortDef

grove sacred to Apollo Carneus

Debugging

Headword:
Καρνειάσιον
Headword (normalized):
καρνειάσιον
Headword (normalized/stripped):
καρνειασιον
IDX:
45116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45117
Key:

Data

{'content': 'grove sacred to Apollo Carneus'}