Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
κάρος
View word page
καρναβάδιον
caraway, Carum Carui

ShortDef

caraway, Carum Carui

Debugging

Headword:
καρναβάδιον
Headword (normalized):
καρναβάδιον
Headword (normalized/stripped):
καρναβαδιον
IDX:
45114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45115
Key:

Data

{'content': 'caraway, Carum Carui'}