Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
Καρόκερκος
Κάρος
View word page
κάρμα
wool shorn off
ShortDef
wool shorn off
Debugging
Headword:
κάρμα
Headword (normalized):
κάρμα
Headword (normalized/stripped):
καρμα
IDX:
45113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45114
Key:
Data
{'content': 'wool shorn off'}