Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
κάρνος
κάροινον
View word page
καρκινώδης
cancerous
ShortDef
cancerous
Debugging
Headword:
καρκινώδης
Headword (normalized):
καρκινώδης
Headword (normalized/stripped):
καρκινωδης
IDX:
45111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45112
Key:
Data
{'content': 'cancerous'}