Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνον
View word page
καρκινόχειρες
with crab's claws for hands
ShortDef
with crab's claws for hands
Debugging
Headword:
καρκινόχειρες
Headword (normalized):
καρκινόχειρες
Headword (normalized/stripped):
καρκινοχειρες
IDX:
45109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45110
Key:
Data
{'content': "with crab's claws for hands"}