Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμέρα
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμέρεια
ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμερμηρεί
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνοος
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
ἀμεταβλησία
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμεταδόξαστος
ἀμεταδοσία
View word page
ἀμερμηρεί
carelessly
ShortDef
carelessly
Debugging
Headword:
ἀμερμηρεί
Headword (normalized):
ἀμερμηρεί
Headword (normalized/stripped):
αμερμηρει
IDX:
4510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4511
Key:
Data
{'content': 'carelessly'}