Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωσις
κάρμα
καρναβάδιον
Κάρνεια
Καρνειάσιον
Κάρνειος
Καρνεονίκης
View word page
καρκίνος
a crab

ShortDef

a crab

Debugging

Headword:
καρκίνος
Headword (normalized):
καρκίνος
Headword (normalized/stripped):
καρκινος
IDX:
45108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45109
Key:

Data

{'content': 'a crab'}