Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
View word page
καρκινευτής
crab-catcher
ShortDef
crab-catcher
Debugging
Headword:
καρκινευτής
Headword (normalized):
καρκινευτής
Headword (normalized/stripped):
καρκινευτης
IDX:
45101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45102
Key:
Data
{'content': 'crab-catcher'}