Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
View word page
κάρκαρον
prison

ShortDef

prison

Debugging

Headword:
κάρκαρον
Headword (normalized):
κάρκαρον
Headword (normalized/stripped):
καρκαρον
IDX:
45100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45101
Key:

Data

{'content': 'prison'}