Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
View word page
καρκαρίς
load of timber

ShortDef

load of timber

Debugging

Headword:
καρκαρίς
Headword (normalized):
καρκαρίς
Headword (normalized/stripped):
καρκαρις
IDX:
45099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45100
Key:

Data

{'content': 'load of timber'}