Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
View word page
ἁγιότης
holiness

ShortDef

holiness

Debugging

Headword:
ἁγιότης
Headword (normalized):
ἁγιότης
Headword (normalized/stripped):
αγιοτης
IDX:
450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-451
Key:

Data

{'content': 'holiness'}