Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
View word page
καρκαίρω
to quake

ShortDef

to quake

Debugging

Headword:
καρκαίρω
Headword (normalized):
καρκαίρω
Headword (normalized/stripped):
καρκαιρω
IDX:
45098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45099
Key:

Data

{'content': 'to quake'}