Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοειδής
View word page
Καριστί
in Carian language, barbarously
ShortDef
in Carian language, barbarously
Debugging
Headword:
Καριστί
Headword (normalized):
καριστί
Headword (normalized/stripped):
καριστι
IDX:
45096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45097
Key:
Data
{'content': 'in Carian language, barbarously'}