Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
View word page
καρίς
a shrimp
ShortDef
a shrimp
Debugging
Headword:
καρίς
Headword (normalized):
καρίς
Headword (normalized/stripped):
καρις
IDX:
45095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45096
Key:
Data
{'content': 'a shrimp'}