Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
View word page
καριόω
kill
ShortDef
kill
Debugging
Headword:
καριόω
Headword (normalized):
καριόω
Headword (normalized/stripped):
καριοω
IDX:
45094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45095
Key:
Data
{'content': 'kill'}