Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
View word page
Κάριος
Carian, (fem. noun) Caria

ShortDef

Carian, (fem. noun) Caria

Debugging

Headword:
Κάριος
Headword (normalized):
κάριος
Headword (normalized/stripped):
καριος
IDX:
45093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45094
Key:

Data

{'content': 'Carian, (fem. noun) Caria'}