Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
καρκίνηθρον
View word page
Καρίνη
a Carian woman

ShortDef

a Carian woman

Debugging

Headword:
Καρίνη
Headword (normalized):
καρίνη
Headword (normalized/stripped):
καρινη
IDX:
45092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45093
Key:

Data

{'content': 'a Carian woman'}