Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινευτής
View word page
Καρικός
Carian

ShortDef

Carian

Debugging

Headword:
Καρικός
Headword (normalized):
καρικός
Headword (normalized/stripped):
καρικος
IDX:
45091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45092
Key:

Data

{'content': 'Carian'}