Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
καρκαίρω
καρκαρίς
κάρκαρον
View word page
Καρικοεργής
of Carian work

ShortDef

of Carian work

Debugging

Headword:
Καρικοεργής
Headword (normalized):
καρικοεργής
Headword (normalized/stripped):
καρικοεργης
IDX:
45090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45091
Key:

Data

{'content': 'of Carian work'}