Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
καρκάδων
View word page
κάρι
caraway

ShortDef

caraway

Debugging

Headword:
κάρι
Headword (normalized):
κάρι
Headword (normalized/stripped):
καρι
IDX:
45087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45088
Key:

Data

{'content': 'caraway'}