Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
Καριστί
View word page
κάρθρα
wages for clipping
ShortDef
wages for clipping
Debugging
Headword:
κάρθρα
Headword (normalized):
κάρθρα
Headword (normalized/stripped):
καρθρα
IDX:
45086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45087
Key:
Data
{'content': 'wages for clipping'}