Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
καρίς
View word page
Κάρησος
Caresus (m., river in Troad; f., town)
ShortDef
Caresus (m., river in Troad; f., town)
Debugging
Headword:
Κάρησος
Headword (normalized):
κάρησος
Headword (normalized/stripped):
καρησος
IDX:
45085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45086
Key:
Data
{'content': 'Caresus (m., river in Troad; f., town)'}