Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
καριόω
View word page
κάρηνον
the head

ShortDef

the head

Debugging

Headword:
κάρηνον
Headword (normalized):
κάρηνον
Headword (normalized/stripped):
καρηνον
IDX:
45084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45085
Key:

Data

{'content': 'the head'}