Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
Καρίνη
Κάριος
View word page
καρηκομόωντες
with hair on the head, long-haired
ShortDef
with hair on the head, long-haired
Debugging
Headword:
καρηκομόωντες
Headword (normalized):
καρηκομόωντες
Headword (normalized/stripped):
καρηκομοωντες
IDX:
45083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45084
Key:
Data
{'content': 'with hair on the head, long-haired'}