Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
View word page
καρηβάρησις
heaviness in the head

ShortDef

heaviness in the head

Debugging

Headword:
καρηβάρησις
Headword (normalized):
καρηβάρησις
Headword (normalized/stripped):
καρηβαρησις
IDX:
45081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45082
Key:

Data

{'content': 'heaviness in the head'}