Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
Καρικοεργής
View word page
καρηβαρής
drowsy, comatose

ShortDef

drowsy, comatose

Debugging

Headword:
καρηβαρής
Headword (normalized):
καρηβαρής
Headword (normalized/stripped):
καρηβαρης
IDX:
45080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45081
Key:

Data

{'content': 'drowsy, comatose'}