Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
Καρίζω
View word page
καρηβαρέω
to be heavy in the head, drowsy

ShortDef

to be heavy in the head, drowsy

Debugging

Headword:
καρηβαρέω
Headword (normalized):
καρηβαρέω
Headword (normalized/stripped):
καρηβαρεω
IDX:
45079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45080
Key:

Data

{'content': 'to be heavy in the head, drowsy'}