Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
κάρι
καριδόω
View word page
κάρη
head

ShortDef

head

Debugging

Headword:
κάρη
Headword (normalized):
κάρη
Headword (normalized/stripped):
καρη
IDX:
45078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45079
Key:

Data

{'content': 'head'}