Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
κάρθρα
View word page
κάρδοπος
a kneading-trough

ShortDef

a kneading-trough

Debugging

Headword:
κάρδοπος
Headword (normalized):
κάρδοπος
Headword (normalized/stripped):
καρδοπος
IDX:
45076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45077
Key:

Data

{'content': 'a kneading-trough'}