Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
κάρηνον
Κάρησος
View word page
καρδοπογλύφος
scooping out kneading-troughs

ShortDef

scooping out kneading-troughs

Debugging

Headword:
καρδοπογλύφος
Headword (normalized):
καρδοπογλύφος
Headword (normalized/stripped):
καρδοπογλυφος
IDX:
45075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45076
Key:

Data

{'content': 'scooping out kneading-troughs'}