Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
View word page
καρδιόω
hearten
ShortDef
hearten
Debugging
Headword:
καρδιόω
Headword (normalized):
καρδιόω
Headword (normalized/stripped):
καρδιοω
IDX:
45071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45072
Key:
Data
{'content': 'hearten'}