Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
καρηβαρέω
View word page
καρδιουλκία
drawing out the heart

ShortDef

drawing out the heart

Debugging

Headword:
καρδιουλκία
Headword (normalized):
καρδιουλκία
Headword (normalized/stripped):
καρδιουλκια
IDX:
45069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45070
Key:

Data

{'content': 'drawing out the heart'}