Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
κάρη
View word page
καρδιουλκέω
to draw the heart out of the victim

ShortDef

to draw the heart out of the victim

Debugging

Headword:
καρδιουλκέω
Headword (normalized):
καρδιουλκέω
Headword (normalized/stripped):
καρδιουλκεω
IDX:
45068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45069
Key:

Data

{'content': 'to draw the heart out of the victim'}