Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
Καρδοῦχοι
View word page
καρδιότρωτος
wounded in the heart

ShortDef

wounded in the heart

Debugging

Headword:
καρδιότρωτος
Headword (normalized):
καρδιότρωτος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοτρωτος
IDX:
45067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45068
Key:

Data

{'content': 'wounded in the heart'}