Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιαλγικός
Καρδιανός
καρδιᾶτις
καρδίη
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
View word page
καρδιόδηκτος
gnawing the heart

ShortDef

gnawing the heart

Debugging

Headword:
καρδιόδηκτος
Headword (normalized):
καρδιόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοδηκτος
IDX:
45063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45064
Key:

Data

{'content': 'gnawing the heart'}