Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
Καρδιανός
καρδιᾶτις
καρδίη
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιοφύλαξ
View word page
καρδιοβόλος
affecting the cardia

ShortDef

affecting the cardia

Debugging

Headword:
καρδιοβόλος
Headword (normalized):
καρδιοβόλος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοβολος
IDX:
45060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45061
Key:

Data

{'content': 'affecting the cardia'}