Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ἀμενητά
ἀμενθήριστος
ἁμέρα
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμέρεια
ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμερμηρεί
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνοος
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
View word page
ἀμεριαῖος
momentary

ShortDef

momentary

Debugging

Headword:
ἀμεριαῖος
Headword (normalized):
ἀμεριαῖος
Headword (normalized/stripped):
αμεριαιος
IDX:
4505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4506
Key:

Data

{'content': 'momentary'}