Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καρδία
καρδία
καρδιακός
καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
Καρδιανός
καρδιᾶτις
καρδίη
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιότης
καρδιότρωτος
View word page
καρδιηβολέω
lay to heart
ShortDef
lay to heart
Debugging
Headword:
καρδιηβολέω
Headword (normalized):
καρδιηβολέω
Headword (normalized/stripped):
καρδιηβολεω
IDX:
45057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45058
Key:
Data
{'content': 'lay to heart'}