Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρδαμίζω
κάρδαμον
Καρδαμύλη
καρδάμωμον
Καρδία
καρδία
καρδιακός
καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
Καρδιανός
καρδιᾶτις
καρδίη
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
View word page
καρδιαλγικός
afflicted with heartburn

ShortDef

afflicted with heartburn

Debugging

Headword:
καρδιαλγικός
Headword (normalized):
καρδιαλγικός
Headword (normalized/stripped):
καρδιαλγικος
IDX:
45053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45054
Key:

Data

{'content': 'afflicted with heartburn'}