Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
κάρβων
Καρβώνειος
κάρδακες
καρδαμάλη
καρδαμίζω
κάρδαμον
Καρδαμύλη
καρδάμωμον
Καρδία
καρδία
View word page
Κάρβων
Carbo

ShortDef

Carbo
carbo, coal

Debugging

Headword:
Κάρβων
Headword (normalized):
κάρβων
Headword (normalized/stripped):
καρβων
IDX:
45038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45039
Key:

Data

{'content': 'Carbo'}