Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
κάρβων
Καρβώνειος
κάρδακες
καρδαμάλη
View word page
καράτομος
beheaded, cut from the head

ShortDef

beheaded, cut from the head

Debugging

Headword:
καράτομος
Headword (normalized):
καράτομος
Headword (normalized/stripped):
καρατομος
IDX:
45032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45033
Key:

Data

{'content': 'beheaded, cut from the head'}